συμπυροβόλησις

συμπυροβόλησις
(-εως) η воен, одновременное ведение огня, залповый огонь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "συμπυροβόλησις" в других словарях:

  • συμπυροβόληση — η, Ν συμπυροβολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυροβόληση. Η λ., στον λόγιο τ. συμπυροβόλησις, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»